φυτρούμαι

φυτρούμαι
-όομαι, Μ
βλ. φυτρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυτρώνω — ΝΜ, και τ. φυτροῦμαι, όομαι, Μ [φύτρα] (αμτβ.) (για φυτό) φύομαι, βγάζω φύτρο, βλαστάνω, ξεφυτρώνω νεοελλ. 1. φρ. «φυτρώνει εκεί που δεν τόν σπέρνουν» επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις ή σε συζητήσεις, χωρίς να τού τό έχουν ζητήσει 2. παροιμ. «όθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”